- φατειος
- φατειόςφᾰτειός3[adj. verb. к φημί См. φημι] выразимый
только в выраж.
οὔτι φ. Hes. — невыразимый, ужасный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
только в выраж.
οὔτι φ. Hes. — невыразимый, ужасныйДревнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φατειός — speakable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατειός — ά, όν, Α (επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός (για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φημί*, αποτελεί το αρχαιότερο… … Dictionary of Greek
φατειῶν — φατειός speakable fem gen pl φατειός speakable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατειόν — φατειός speakable masc acc sg φατειός speakable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατειάζω — Μ [φατειός] κατηγορώ … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek